- καταφαίνομαι
- καταφάνηκα, γίνομαι φανερός: Από τα λόγια του καταφάνηκαν οι προθέσεις του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταφαίνομαι — καταφαίνω declare pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφαίνω — (Α καταφαίνω) (επιτ. τ. τού φαίνω) παθ. καταφαίνομαι καθίσταμαι φανερός, γίνομαι ολοφάνερος αρχ. 1. φανερώνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι γνωστό 2. παθ. καταφαίνομαι α) φαίνομαι, είμαι ορατός β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι γ) διακηρύσσω, δηλώνω.… … Dictionary of Greek
διαφαίνομαι — (ΑΝ) 1. αρχίζω να παρουσιάζομαι μέσα από κάποιο άλλο σώμα, διαφανές ή όχι, διακρίνομαι αμυδρά κι αόριστα 2. αποδεικνύομαι, καταφαίνομαι, δηλώνομαι («διαφαίνονται οἱ σκοποί του») αρχ. 1. είμαι διάπυρος, πυροκόκκινος από τη θερμότητα 2. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek